ναυτοδικαι

ναυτοδικαι
    ναυτοδίκαι
    ναυτο-δίκαι
    (ῐ) οἱ навтодики (особый судебный орган в Афинах, разбиравший иски, связанные с морской торговлей и заседавший только в зимние месяцы, когда судоходство прекращалось) Lys.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ναυτοδικαι" в других словарях:

  • ναυτοδίκαι — judges of the admiralty court masc nom/voc pl ναυτοδίκης masc nom/voc pl ναυτοδίκᾱͅ , ναυτοδίκης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НАВТОДИКИ —    • Ναυτοδίκαι,          чиновники в Афинах, о которых неизвестно, избирались ли они голосованием или по жребию. Они ведали торговые дела (δίκαι ε̉μπόρων) и процессы ξενίας против тех лиц, которые, происходя от родителей, не имеющих прав… …   Реальный словарь классических древностей

  • ναυτοδικῶν — ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc gen pl ναυτοδίκης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτοδίκαις — ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc dat pl ναυτοδίκης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Xenias graphe — Die Klage xenias graphē (griechisch ξενίας γραφή, wörtlich: „(An)Klage wegen des (Status eines) Fremden“), war im klassischen Athen die Popularklage gegen eine vermeintlich fremde Person ohne athenisches Bürgerrecht, die sich dieses Recht… …   Deutsch Wikipedia

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • εκδικάζω — (AM ἐκδικάζω) διεξάγω (ως δικαστής) δίκη, κρίνω μια υπόθεση ώς το τέλος («οἱ ναυτοδίκαι οὐκ ἐξεδίκασαν», Λυσ.) αρχ. 1. μέσ. επιζητώ δικαστικά το δίκιο μου 2. κατηγορώ 3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • ναυτοδίκης — ο (Α ναυτοδίκης) νεοελλ. αξιωματικός τού Πολεμικού Ναυτικού ο οποίος είναι μέλος τού ναυτοδικείου αρχ. στον πληθ. οἱ ναυτοδίκαι δικαστές οι οποίοι εκλέγονταν τον μήνα Γαμηλιώνα και ήταν αρμόδιοι για την εκδίκαση ναυτικών υποθέσεων και ιδίως αυτών …   Dictionary of Greek

  • ναυτοδίκας — ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc acc pl ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκης masc acc pl ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»